τούρκεμα

τούρκεμα
το, -ατος
1. εκτουρκισμός εξισλαμισμός: Το μεγάλο τούρκεμα έγινε το 16ο αι.
2. αυτός που με τη βία έγινε Τούρκος: Ο γενίτσαρος είναι τούρκεμα.
3. υποδούλωση στους Τούρκους: Το τούρκεμα της Πόλης.
4. μανιώδης οργή, σφοδρός θυμός: Κοίταξε τούρκεμα, όταν τον πειράξουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τούρκεμα — το, Ν [τουρκεύω] 1. (κατά την τουρκοκρατία) η αλλαξοπιστία, η προσχώρηση στον μωαμεθανισμό, εκτουρκισμός 2. η κατάληψη περιοχών από τους Τούρκους …   Dictionary of Greek

  • εκτουρκισμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτουρκίζω, το τούρκεμα 2. η προσαρμογή λέξεων άλλων γλωσσών στο τυπικό τής Τουρκικής …   Dictionary of Greek

  • εκτουρκισμός — ο η μεταβολή σε Τούρκο ή τουρκικό, το τούρκεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”